Καλαύρεια — citizen of C. fem nom/voc sg Καλαυρεία fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καλαυρεία — Αρχαία ονομασία του νησιού Πόρος (βλ. λ.), καθώς και της ομώνυμης πόλης στο ίδιο νησί. Γράφεται και Καλαυρία. Σήμερα, ένα ακρωτήριο στην ανατολική άκρη του Πόρου ονομάζεται Καλαύρι … Dictionary of Greek
Καλαυρείας — Καλαυρείᾱς , Καλαύρεια citizen of C. fem acc pl Καλαυρείᾱς , Καλαύρεια citizen of C. fem gen sg (attic doric aeolic) Καλαυρείᾱς , Καλαυρεία fem acc pl Καλαυρείᾱς , Καλαυρεία fem gen sg (attic doric aeolic) Καλαυρείᾱς , Καλαυρείη fem acc pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καλαυρείης — Καλαύρεια citizen of C. fem gen sg (epic ionic) Καλαυρεία fem gen sg (epic ionic) Καλαυρείη fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καλαύρειαν — Καλαύρεια citizen of C. fem acc sg Καλαυρεία fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καλαυρείαν — Καλαυρείᾱν , Καλαυρείη fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ПОСЕЙДОН — • Ποσειδω̃ν, Ποσειδάων, сын Кроноса и Реи, брат Зевса (Hesiod. theog. 453), по Геродоту старший, по Гомеру младший, после победы на титанами при разделе господства над миром получил на свою долю море (Ноm. Il. 15, 187 слл.); он… … Реальный словарь классических древностей
КАЛАВРИЯ — • Calaurēa, ή Καλαύρεια, п. Порос, остров с городом того же имени в Сароническом заливе, у берега Арголиды, напротив города Тройзена (которому он служил рейдом); К. соединена с небольшим островом Сферией, н. Дамале, посредством мели.… … Реальный словарь классических древностей
Μουσείο, Αρχαιολογικό Πόρου — Στεγάζεται στη δωρηθείσα στο κράτος κατοικία του πρώην πρωθυπουργού της Ελλάδας Αλέξανδρου Κορυζή (πλατεία Κορυζή). Η συλλογή του περιλαμβάνει ευρήματα από την ευρύτερη περιοχή της Τροιζηνίας, που προέρχονται από τις παλαιότερες ανασκαφές της… … Dictionary of Greek